«Επαναστατημένη Γενιά»: Το αριστούργημα του Λίντσεϊ Άντερσον που μας σύστησε τον Μάλκολμ Μακντάουελ – Εξαιρετικό δείγμα γραφής του καλλιτεχνικού κινήματος Free Cinema του Βρετανικού Σινεμά

Η «Επαναστατημένη Γενιά» του Λίντσεϊ Άντερσον, αποτελεί μία ταινία – σημείο αναφοράς, τόσο του Βρετανικού, όσο και του Παγκόσμιου Κινηματογράφου. Ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του καλλιτεχνικού κινήματος Free Cinema, με πρωταγωνιστή τον Μάλκολμ Μακντάουελ, στο ντεμπούτο, στην μεγάλη οθόνη.

«Η βία και η επανάσταση είναι οι μόνες γνήσιες πράξεις.» – Μικ Τράβις / Μάλκολμ Μακντάουελ (Επαναστατημένη Γενιά / If…)

Ο Μικ Τράβις είναι ένας έφηβος μαθητής ενός αυστηρού βρετανικού σχολείου αρρένων τη δεκαετία του ’60. Αυτός και η παρέα του, είναι τα πιο αντισυμβατικά αγόρια της τάξης, γεγονός που τους έχει κάνει στόχο των τελειόφοιτων μαθητών, των «Γουίπς», οι οποίοι συνηθίζουν να τρομοκρατούν τους άλλους μαθητές, υποβάλλοντας τους σε καψόνια.

Οι Γουίπς έχουν οριστεί επιμελητές των νεώτερων και αυτό τους δίνει την ευκαιρία να ασκούν εξουσία πάνω τους, να τους βάζουν να κάνουν ένα σωρό θελήματα και να τους συμπεριφέρονται σαν να είναι οι υπηρέτες τους.

Έτσι, το σχολείο έχει μετατραπεί σε έναν οργανωμένο και σκληρό μικρόκοσμο της κοινωνίας, με ανώτερους και κατώτερους μαθητές – πολίτες, όπου φυσικά η τάξη επιβάλλεται με αυστηρές παιδαγωγικές μεθόδους, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων μέχρι και τη χρήση σωματικής βίας.

Ο Μικ πνίγεται μέσα σε αυτό το ανυπόφορο κλίμα και προσπαθεί να οργανώσει την επανάστασή του. Φέτος έχει έρθει στο σχολείο με άλλες διαθέσεις. Συγκρούεται με τις αρχές του σχολείου και καταλήγει αυτός και η παρέα του να τιμωρούνται αυστηρά και με βίαιο τρόπο. Αλλά το σχολείο και οι αναχρονιστικές πρακτικές του, δεν ανήκουν πια στα επαναστατημένα ‘60ς και η αντίδραση δεν θα αργήσει να έρθει.

Στην «Επαναστατημένη Γενιά» του Λίντσεϊ Άντερσον, πρωταγωνιστεί ο εξαιρετικός Μάλκολμ Μακντάουελ, ο οποίος με την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη, κερδίζει τις εντυπώσεις, καθώς καταφέρνει να μας παρουσιάσει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της πλούσιας αλλά γεμάτης σκαμπανεβάσματα φιλμογραφίας του. Το φιλμ τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών.

Η ελευθερία, η διαφορετικότητα, η κριτική σκέψη, όλα καταπνίγονται σε αυτό το αμείλικτο σχολείο, όπου επιβιώνουν παρωχημένοι θεσμοί. Ο Μικ και οι δύο φίλοι αρχίζουν την «απόδρασή» τους από αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον.

Μέσα από σουρεαλιστικά γεγονότα, που εξελίσσονται στο μεταίχμιο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο Μικ και η παρέα του είναι αποφασισμένοι να πάρουν την εκδίκησή τους και να έχουν τον τελευταίο λόγο σε αυτό το τυραννικό σχολικό καθεστώς. Το σχολείο ετοιμάζεται για να υποδεχθεί μία μεγάλη έκπληξη, απόρροια των εκπαιδευτικών μεθόδων του.

Η ταινία μας μεταφέρει στην πιο ταραγμένη χρονιά της δεκαετίας του ’60, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Μάη του ’68, από έναν θρυλικό Βρετανό σκηνοθέτη, τον πρωτοπόρο του «Free Cinema», Λίντσεϊ Άντερσον και αποτελεί ορόσημο της αντικουλτούρας και του κινηματογράφου της αμφισβήτησης. Η νεανική οργή, η επανάσταση, όλα συνυπάρχουν μέσα στην ταινία, ωστόσο τα νοήματά της είναι περισσότερο διαχρονικά και αιώνια. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ταινία κλασική.

Το φιλμ, δεν περιορίζει τις ανησυχίες στα γεγονότα και στο κλίμα εκείνης της εποχής, αλλά δημιουργεί μια ποιητική όσο και κυνική καλλιτεχνική δημιουργία, για την επανάσταση κάθε μαθητή που έχει περάσει από σχολική καταπίεση σε κάθε εποχή. Δείχνει το στάδιο της «εξέγερσης» που σχεδόν αναγκαία ξεπηδά μέσα στην ψυχή κάθε νέου, την ανάγκη του να πει κάτι διαφορετικό, να καταλύσει το κατεστημένο και να δημιουργήσει έναν δικό του, καινούργιο κόσμο. Πόσο μάλλον, όταν το περιβάλλον είναι παραδοσιακό και καταπιεστικό, φτάνοντας σε ακραίες πρακτικές και καταστάσεις.

Η ταινία διαθέτει πολλά βιογραφικά στοιχεία, καθώς ο ένας από τους σεναριογράφους του, ο Ντέιβιντ Σέργουιν, έχει ενσωματώσει πολλά στοιχεία από τις προσωπικές του εμπειρίες στο σχολείο που πήγαινε, στο Κεντ. Με αυτά τα δεδομένα στο μυαλό του, είχε γράψει αρχικά ένα σενάριο με τον τίτλο «Σταυροφόροι».

Το σενάριο αυτό, ο Σέργουιν μαζί με τον συνεργάτη του σεναριογράφο Τζον Χιούλετ, το έδειξαν σε ανθρώπους του χώρου, ανάμεσά τους και στον σπουδαίο Aμερικανό σκηνοθέτη, Νίκολας Ρέι, που είχε σκηνοθετήσει έναν άλλο σπουδαίο νεαρό επαναστάτη, τον Τζέιμς Ντιν, στην επίσης θυρλική ταινία: «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία».

Στον Ρέι άρεσε πολύ το σενάριο αλλά δεν μπορούσε να το αναλάβει για λόγους υγείας, αλλά και γιατί πίστευε ότι θα ταίριαζε περισσότερο σ’ έναν Βρετανό σκηνοθέτη. Στη συνέχεια οι δύο δημιουργοί είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Λίντσεϊ Άντερσον, ο οποίος μας χάρισε τελικά μία από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.

Η «Επαναστατημένη Γενιά» (If… – 1968) δεν κρύβει τις επιρροές της από άλλο ένα μεγάλο αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, τη «Διαγωγή Μηδέν» του Γάλλου δημιουργού, Ζαν Βιγκό.

Ο Άντερσον έχει διατηρήσει το ίδιο σουρεαλιστικό κλίμα, εναλλάσσοντας έγχρωμα και μαυρόασπρα πλάνα, μπλέκοντας την πραγματικότητα με τη φαντασία, τις επιθυμίες των ηρώων με τα αληθινά γεγονότα, συσκοτίζοντας μάλιστα τα όρια μεταξύ τους, ώστε η ταινία να διατηρεί τη φρεσκάδα της νεανικής σκέψης αλλά και την ποιητικότητά της.

Όπως και στο έργο του Ζαν Βιγκό, έτσι κι εδώ οι μαθητές επαναστατούν, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σάπιο, η φυγή προς τη φαντασία διέξοδος, η εξέγερση αναπόφευκτη και η εκδίκηση των μαθητών αναγκαία. Ιδιαίτερα η συγκλονιστική τελευταία σκηνή της ταινίας, που αποτελεί έναν ξεκάθαρο φόρο τιμής στην ταινία του 1933, «Διαγωγή Μηδέν».

Όσο για τον τίτλο, ο Άντερσον ήθελε έναν τίτλο που να ενσωματώνει όλο το παλαιομοδίτικο, το κοινότοπο και το πατριωτικό, που είχε αναγκαστεί και ο ίδιος να υποστεί στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τότε, του ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Ράντυαρντ Κίπλινγκ, «Αν», που εξέφραζε όλη αυτή την κλασική, παρωχημένη, αγγλική νοοτροπία, αυτή που διδάσκονταν στα σχολεία της εποχής.

Η ταινία μπορεί να ιδωθεί κι ως μία καυστική σάτιρα με αρκετό μαύρο χιούμορ της δύσκολης σχολικής ζωής στα αγγλικά δημόσια κολέγια αλλά παράλληλα εκφράζει και την απελπισία αυτών που θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία προς το καλύτερο. Οι μαθητές αυτού του σχολείου, προσπαθώντας να εκφράσουν την αυξανόμενη ατομικότητά τους, συναντούν έναν «τοίχο» κονφορμισμού και συντηρητισμού.

Οι μαθητές επιπλήττονται διαρκώς, για το μήκος των μαλλιών τους ή ακόμα και για το τολμηρό χρώμα μιας μπλούζας. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο από το σύστημα να δεχτεί νέες και ουσιαστικές αλλαγές και είναι η σειρά των νέων να απορρίψουν τις αξίες αυτής της συντηρητικής κοινωνίας και της πολιτικής που ασκεί και εκπροσωπεί. Μέσα από το «If…», φαίνεται όλος ο σαδισμός του παρωχημένου εκπαιδευτικού συστήματος.

Ιδανικός εκφραστής όλων αυτών των ιδεών στην ταινία αποδείχτηκε ο ηθοποιός Μάλκολμ ΜακΝτάουελ, που πραγματοποιεί εδώ το κινηματογραφικό ντεμπούτο, με τεράστια επιτυχία. Η ταινία αυτή τον οδήγησε σε μία μεγάλη καριέρα και εξαιτίας αυτού του ρόλου του, ο νεαρός και άπειρος ηθοποιός τράβηξε την προσοχή του σπουδαίου Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που τον καθιέρωσε στη μνήμη μας μέσα από το αριστουργηματικό «Κουρδιστό Πορτοκάλι».

Καμιά άλλη ταινία δεν κατάφερε να πιάσει τόσο εύστοχα το πνεύμα εκείνης της εξεγερμένης εποχής, κάτι που φαίνεται και από την καταλυτική τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου οι μαθητές αναλαμβάνουν δράση. Με μεταφορικό τρόπο, ο Άντερσον συλλαμβάνει το ελεύθερο και ουτοπικό πνεύμα της εποχής, τον οραματισμό και την ονειροπόληση, κάνοντας όμως μια ταινία αιχμηρή και βίαιη.

Ο ίδιος ο Άντερσον, επαναστατική φύση από το σχολείο ακόμα, και έμπειρος ντοκιμαντερίστας, κατάφερε να φέρει στην ταινία την ποίηση και τις μεταφορές, παράλληλα με τον ωμό ρεαλισμό που πρέσβευε ήδη το κίνημα του «Free Cinema», ώστε η ταινία να είναι αληθινή και τα νοήματά της να είναι ουσιαστικά και διαχρονικά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία προκάλεσε αίσθηση, με την τόλμη της και την αναρχική της διάθεση και έφερε αντιδράσεις από οπισθοδρομικούς Βρετανούς ιθύνοντες, όπως του Λόρδου Μπράντμπορν, που όταν έπεσε στα χέρια του μια πρόχειρη μορφή του σεναρίου το αποκάλεσε ως «το πιο διαβολικό και διεστραμμένο σενάριο» που είχε διαβάσει ποτέ. Αλλά και στην Ελλάδα της Χούντας, η ταινία συνάντησε την απόρριψη και προβλήθηκε έντονα λογοκριμένη, αυτό όμως δεν την εμπόδισε να δημιουργήσει τον δικό της μοναδικό μύθο.

Παρά τις διάφορες αντιδράσεις, η δύναμη και η αξία της ταινίας ήταν αναμφισβήτητη. Βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1969 και περιλαμβάνεται στη λίστα με τις «1000 ταινίες που πρέπει να δεις πριν πεθάνεις» σύμφωνα με τον Guardian, ενώ δικαίως έχει ψηφιστεί ως μία από τις «Καλύτερες Βρετανικές ταινίες όλων των εποχών» στο περιοδικό Total Film και περιλαμβάνεται στον «Οδηγό με τις καλύτερες 1000 ταινίες όλων των εποχών» των New York Times.

Η «Επαναστατημένη Γενιά» (If… – 1968) του Λίντσεϊ Άντερσον, είναι μία ταινία γεμάτη εφηβική οργή, αλληγορική, προφητική, αληθινή και συνάμα προκλητική, αφού, «Οι ταινίες του Άντερσον, όπως και του Μπουνιουέλ, πετάνε το γάντι στους θεατές», όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Γκάβιν Λάμπερτ (εκδότης του Sight and Sound). Ένα απόλυτα ατίθασο κινηματογραφικό αριστούργημα, που προ(σ)καλεί τον θεατή.

Επαναστατημένη Γενιά / Εάν / If…
Σκηνοθεσία: Λίντσεϊ Άντερσον
Σενάριο: Ντέιβιντ Σέργουιν
Πρωταγωνιστούν: Μάλκολμ Μακντάουελ, Ντέιβιντ Γουντ, Ρίτσαρντ Γουόργουικ, Κριστίν Νούναν, Ρούπερτ Γουέμπστερ, Ρόμπερτ Σουόν, Χιου Τόμας
Φωτογραφία: Μιροσλάβ Όντριτσεκ
Μοντάζ: Ντέιβιντ Γκλάντγουελ
Μουσική: Μαρκ Γουίλκινσον
Έτος Παραγωγής:: 1968
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο
Διάρκεια: 111 λεπτά

Σχολιάστε