
Το 2007, ο Άντριου Ντομινίκ μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Ρον Χάνσεν, «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ», με πρωταγωνιστές τον Μπραντ Πιτ και τον Κέισι Άφλεκ. Η ποιητική αφήγηση του γουέστερν απογειώνεται από την φωτογραφία του σπουδαίου Ρότζερ Ντίκινς και τη μουσική του Νικ Κέιβ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το BBC Culture την έχει αναδείξει ως μία από τις 100 σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα. Προβάλλεται στην κρατική τηλεόραση, δίνοντας μας την ευκαιρία να την θυμηθούμε έστω και στην μικρή οθόνη.
Ο Τζέσε Τζέιμς (Μπραντ Πιτ) υπήρξε ένα από τα πιο λαοφιλή πρόσωπα της χώρας του. Είναι αμέτρητα τα βιβλία που γράφτηκαν κι οι ιστορίες που ειπώθηκαν για τον πιο διάσημο παράνομο της Αμερικής – όλα τους ζωντανά και συναρπαστικά, όλα τους να εστιάζουν στην επιβλητική προσωπικότητά του και στην τόλμη του, αλλά και τα περισσότερα από αυτά να έχουν μόνο συμπτωματική και μικρή σχέση με την πραγματικότητα.
Γι’ αυτούς που λήστεψε και τρομοκράτησε και για τις οικογένειες αυτών που, κατά γενική ομολογία, σκότωσε, μπορεί να ήταν ένας ακόμα κοινός εγκληματίας, αλλά για τα εντυπωσιακά άρθρα των εφημερίδων και τις φτηνές νουβέλες που εξιστορούσαν τα έργα και τις ημέρες της Συμμορίας των Αδελφών Τζέιμς, σ’ όλη τη δεκαετία του 1870, ο Τζέσε ήταν αντικείμενο δέους και θαυμασμού.

Ήταν ένας Ρομπέν των Δασών, υπαινίσσονταν, που είχε σαν στόχο του τους ιδιοκτήτες τραίνων και τραπεζών, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς αγρότες. Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος με τραγικό κίνητρο, ένας αδικημένος και πληγωμένος στρατιώτης των Νοτίων Ομόσπονδων Πολιτειών που πολεμούσε ενάντια στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση των Βορείων, η οποία του είχε καταστρέψει τη ζωή.
Σε έναν ολοένα και περισσότερο συντηρητικό και αστικοποιημένο πληθυσμό που ζούσε μια απλή, καθημερινή ζωή, ο Τζέσε Τζέιμς ήταν ο τελευταίος φύλακας των συνόρων – ένα σύμβολο ελευθερίας και εκφραστής του αμερικάνικου πνεύματος, ένας χαρισματικός επαναστάτης ο οποίος αψηφούσε τον νόμο και ζούσε σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες.
Ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους θαυμαστές τους ήταν ο Ρόμπερτ Φορντ (Κέισι Άφλεκ), ένας ιδεαλιστής και φιλόδοξος νεαρός άντρας, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην ελπίδα ότι μια μέρα θα καβαλάει το άλογό του παρέα με το είδωλό του. Τότε ακόμη όμως, δεν είχε ποτέ του φανταστεί ότι η ιστορία θα τον χαρακτήριζε τελικά ως «τον άθλιο, νεαρό δειλό» που σκότωσε τον Τζέσε πισώπλατα.

Ποιος πραγματικά ήταν ο Τζέσε Τζέιμς, πίσω από τις λαϊκές δοξασίες και τα αφηγήματα των εφημερίδων; Και ποιος ήταν ο Ρόμπερτ Φορντ, μόλις δεκαεννιά χρονών και μέλος του κλειστού κύκλου των κοντινών ανθρώπων του Τζέσε, που κατάφερε να σκοτώσει μία τέτοια ανυπέρβλητη φιγούρα, όταν οι άνθρωποι του νόμου σε δέκα Πολιτείες είχαν προσπαθήσει και είχαν αποτύχει παταγωδώς;
Πώς συνέβηκε κι έγιναν φίλοι αυτοί οι δυο άντρες και τι έγινε ανάμεσά τους, τις ημέρες και τις ώρες που θα οδηγούσαν ως τον πυροβολισμό, ο οποίος θα έβαζε τέλος στη ζωή του ενός και θα γινόταν η αιτία να χαρακτηριστεί με τα πιο μελανά χρώματα ολόκληρη η ζωή του άλλου; Κανείς, ποτέ δε θα μάθει όλη την αλήθεια.
Βασισμένη στη νουβέλα του Ρον Χάνσεν, «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ», η ταινία ερευνά σε βάθος τις ιδιωτικές ζωές του πιο διαβόητου παράνομου της Αμερικής και του αναπάντεχου δολοφόνου του, για να μας προσφέρει μια νέα οπτική πάνω σε έναν μύθο, και να θέσει παράλληλα το ερώτημα για το τι πραγματικά μπορεί να έχει συμβεί στους μήνες πριν από αυτόν τον πυροβολισμό.

Βρισκόμαστε στη χρονιά του 1881 και ο Τζέσε είναι 34 χρονών. Ενώ σχεδιάζει την επόμενη μεγάλη ληστεία του, συνεχίζει να διεξάγει πόλεμο στους εχθρούς του, οι οποίοι προσπαθούν να κερδίσουν τα χρήματα από την αμοιβή της επικήρυξής του αλλά και τη δόξα που συνεπάγεται η σύλληψή του. Κι όμως, η μεγαλύτερη απειλή για τη ζωή του θα ερχόταν από αυτούς που εμπιστευόταν περισσότερο.
Όταν ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης, Άντριου Ντόμινικ διάβασε τη νουβέλα του Ρον Χάνσεν, του κίνησαν την περιέργεια μερικές από τις ίδιες απορίες που είχαν καθοδηγήσει και τον Χάνσεν στα χρόνια της έρευνάς του στις, μέχρι τότε, ανεξερεύνητες όψεις της ζωής του Τζέσε Τζέιμς και οι διαισθητικές απαντήσεις που έδινε για τον άντρα που κρυβόταν πίσω από την δημόσια εικόνα.
«Ήταν ένα πορτρέτο του Ρόμπερτ Φορντ που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου,» αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης. «Σου δίνει μια αίσθηση γύρω από το τι πραγματικά θα μπορούσε να σήμαινε αυτό το γεγονός για εκείνον – να πυροβολήσει έναν άνθρωπο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του Τζέσε ήταν εκεί κοντά, και μετά να περιμένει άπραγος στο δικό του σπίτι επί μέρες, με έναν αδελφό που ήταν ολότελα φοβισμένος, και να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αγριότητα της αντίδρασης του κόσμου. Βλέπεις το άγχος, τη φτώχεια και τη φιλοδοξία του και σκέφτεσαι, «το πιθανότερο είναι ότι έτσι ήταν τα πράγματα». Αυτό είναι που με συγκίνησε στο βιβλίο κι αυτό που ήθελα να αποτυπώσω στη μεγάλη οθόνη.»

Ο Μπραντ Πιτ, ο οποίος, εκτός του ότι ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι και συμπαραγωγός στην ταινία, το βρήκε εξίσου συναρπαστικό να καταπιαστεί με «την ανατομία και τη λεπτομερή εξέταση αυτών των μύθων: του Τζέσε Τζέιμς, ως ήρωα και του Ρόμπερτ Φορντ, ως δειλού. […] Είναι περισσότερο ένα ψυχολογικό δράμα παρά ένα γουέστερν. Ασχολείται με την ανατομία μιας δολοφονίας και τις συνέπειές της.»
Αν και βασίζεται σε διεξοδική έρευνα για τους κύριους χαρακτήρες, την ιστορία τους και τη εποχή στην οποία έζησαν, η σχέση ανάμεσα στον Τζέσε Τζέιμς και τον Ρόμπερτ Φορντ στην ταινία είναι υποθετική και αποσκοπεί περισσότερο να κεντρίσει τη φαντασία παρά να επιβάλλει μία παγιωμένη άποψη των πραγμάτων.
Ο παραγωγός Ρίντλεϊ Σκοτ αναφέρει: «Το σύμπαν του Ρόμπερτ Φορντ μπορούμε μόνο να το φανταστούμε, όπως και το δίλημμα του Τζέσε Τζέιμς κοντά στο τέλος της ζωής του, τις ιδιαίτερες σκέψεις και τις πιθανές μεταμέλειές του. Η ταινία θέτει ερωτήματα που το σωστότερο είναι να τα απαντήσει ο καθένας θεατής ξεχωριστά. Ο Άντριου απλά θέτει τις πιθανότητες.»
Το γεγονός ότι το σενάριο εξελίσσεται μέσα από μία ιστορία, βασισμένη σε ανθρώπινους χαρακτήρες είναι που κάνει το φιλμ να διαφέρει από πολλές άλλες ταινίες που αφορούν στον διαβόητο παράνομο και τον ελάχιστα γνωστό δολοφόνο του. Αν και η δράση ξεκινά με μία νυχτερινή ενέδρα και μια ληστεία τρένου, μια συνηθισμένη πράξη για τη συμμορία των Αδελφών Τζέιμς όταν ήταν στο αποκορύφωμα της δραστηριότητάς τους, το αληθινό δράμα εξελίσσεται γύρω από τις συνέπειες της ληστείας – στους προσωπικούς δαίμονες που τυραννούν τον Τζέσε, στη μεγάλη ανησυχία του να καλύψει τα ίχνη του και στις ολοένα και πιο αινιγματικές σχέσεις του με τα ανήσυχα μέλη της συμμορίας του που θα πρέπει να τον υπακούνε τυφλά και να κάθονται αδρανείς μέχρι να τους ειδοποιήσει για την επόμενη ληστεία.

Μετά τη ληστεία, ο Τζέσε διακόπτει τις σχέσεις του με τον αδερφό του τον Φρανκ, ο οποίος νιώθει ότι ήρθε ο καιρός να παρατήσει πια τις παρανομίες για μια πιο ασφαλή ζωή κάπου αλλού. Εν τω μεταξύ, η αμοιβή για το κεφάλι του Τζέσε έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από ό,τι οποιοδήποτε μέλος της συμμορίας του ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αποκομίσει ακόμη και μετά από πολλές διαδοχικές ληστείες. Τι θα μπορούσε να τους εμποδίσει απ’ το να τον προδώσουν ή να του ρίξουν μια σφαίρα στο κεφάλι του, σαν αντάλλαγμα για τη δική τους ασφάλεια και μια τεράστια αμοιβή επικήρυξης; Η αφοσίωσή τους σε αυτόν; Ο φόβος που νιώθουν μπροστά του; Ίσως ένας συνδυασμός και των δυο παραπάνω.
Ο Τζέσε Τζέιμς έγινε γνωστός σε μια εποχή όταν η ιδέα της προβολής μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχε μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται. Οι εκδότες των εφημερίδων και οι φτηνές, λαϊκές νουβέλες τροφοδοτούσαν με υλικό ένα κοινό πεινασμένο για συναρπαστική ψυχαγωγία και ο Τζέσε Τζέιμς ήταν ακριβώς το πρόσωπο που χρειάζονταν. Οι ιστορίες γύρω από τα εγκλήματά του συχνά έφταναν στο κοινό παραφουσκωμένες και όταν ούτε κι αυτό ήταν αρκετό, επινοούσαν εντελώς ψεύτικες ιστορίες, δίνοντας έμφαση στην τόλμη και τις ικανότητές του. Κι ήταν αυτό το υλικό το οποίο διαβάζοντάς το μεγάλωσε ο Ρόμπερτ Φορντ, κι ήταν αυτό που ενέπνευσε τα δικά του μεγαλομανή όνειρα.
Ο συγγραφέας Ρον Χάνσεν αναφέρει: «Κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τον αμερικάνικο ατομικισμό, κάνοντας πράγματα που άλλοι άνθρωποι τα σκέφτονταν αλλά ήταν πολύ συντηρητικοί για να τα τολμήσουν. Από τη μία ήθελαν να του κουνήσουν ένα δάχτυλο αποδοκιμασίας κάτω απ’ τη μύτη του, αλλά ταυτόχρονα από την άλλη χαίρονταν που υπήρχε για να τους εκπροσωπεί. Η εικόνα του δημιουργήθηκε, εν μέρει, χάρη στον αρθρογράφο και υποστηρικτή που είχε βρει στο πρόσωπο του Τζον Νιούμαν Έντουαρντς, ενός χρονικογράφου μιας εφημερίδας του Κάνσας Σίτι. Όποτε ο Τζέιμς πραγματοποιούσε κάποιο έγκλημα, ο Έντουαρντς το έκοβε και το έραβε, προσαρμόζοντάς το έτσι, ώστε να τον εμφανίζει ως ένα θαρραλέο παλιάνθρωπο ή σαν κάποιο είδος εκδικητή που έδινε ένα χτύπημα σε όλα αυτά τα συμφέροντα που υποτίθεται ότι εξαθλίωναν τους κατοίκους του Μιζούρι, όταν στην πραγματικότητα, ο Τζέσε Τζέιμς ήταν που έκανε τα περισσότερα για να τους οδηγήσει στην εξαθλίωση και τη φτώχεια. Σαν αποτέλεσμα ήταν ότι ένας αληθινός εγκληματίας αναδείχθηκε σε ήρωα και από αυτό, ακολούθησαν κατόπιν τα εγκώμια.»

Αντίθετα, ο Φορντ μειώθηκε και από την ιστορία και από τα μέσα επικοινωνίας – η ύπαρξή του περιορίστηκε σε έναν απλό σκοπό, λες και μόνο για να αντηχεί το αίσθημα από τη φράση στην επιτύμβια πλάκα του Τζέσε: «Στη μνήμη του λατρεμένου μου γιου, που δολοφονήθηκε από έναν δειλό προδότη, το όνομα του οποίου δεν αξίζει να χαραχτεί εδώ πάνω.»
Η ειρωνεία είναι ότι η αληθινή προσωπικότητα του Τζέσε Τζέιμς δε χρειαζόταν κανένα εγκώμιο και κανένα εξωραϊσμό για να γοητεύσει. Οι απρόβλεπτες αλλαγές διάθεσης, τα κίνητρα και οι περίπλοκες αντιδράσεις με τους λίγους ανθρώπους που θεωρούσε έμπιστούς του. Παρόμοια, ο Ρόμπερτ Φορντ ήταν ένα πλούσιος, για μελέτη, χαρακτήρας, όπως ήταν και η σχέση που αναπτύχθηκε και κατόπιν επιδεινώθηκε, ανάμεσα στους δυο άντρες. «Καθώς βυθιζόμουν στην έρευνα του θέματος, συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν είπε ποτέ την ιστορία τού πώς ο Φορντ σκότωσε τον Τζέσε Τζέιμς με όλες τις αληθινές λεπτομέρειες και αυτή είναι μια τόσο περίπλοκη δραματική ιστορία», λέει ο Χάνσεν.
Μετά τη γνωριμία τους μέσω του Τσάρλι Φορντ και το πετυχημένο ντεμπούτο του Ρόμπερτ σαν μέλος της συμμορίας των Τζέιμς στη ληστεία του τρένου στο Μπλου Κατ του Μιζούρι, ο Τζέσε ζήτησε από τον Ρόμπερτ να τον βοηθήσει να μετακομίσει το νοικοκυριό του σε μία άλλη πόλη, κάτι που ήταν μία συνήθης πρακτική γι’ αυτόν μετά από κάθε μεγάλη ληστεία. Τον επόμενο καιρό, και αφού είχε τελειώσει η μετακόμιση, ο Φορντ έμεινε στο σπίτι ως φιλοξενούμενος, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα – χωρίς αμφιβολία – την παρουσία του ειδώλου του και πιθανά επίσης, αρχίζοντας να βλέπει το ποιος αληθινά ήταν ο Τζέσε.
Ξεκάθαρα επίσης, από τη μεριά του, ο Τζέσε είδε κάτι στο νεαρό θαυμαστή του που τον έπεισε ότι άξιζε να έχει τον Ρόμπερτ Φορντ κοντά του. «Ο Φορντ μπορεί να είχε βάλει σε ενέργεια τις σκέψεις που ήδη τριγυρνούσαν στο μυαλό του,» υποθέτει ο Ρίντλεϊ Σκοτ. «Ταυτόχρονα, ο Τζέσε θα πρέπει να είχε αντιληφθεί ότι η αφοσίωση του Φορντ οφειλόταν στο ότι τον λάτρευε σαν ήρωα, καθώς και τις ανακρίβειες και τις υπερβολές που πάνε χέρι με χέρι με μια τέτοια κατάσταση.»
Όσο για το τι ζητούσε ο Φορντ από αυτόν τον άνθρωπο, για τον οποίο είχε περάσει τα εφηβικά του χρόνια θαυμάζοντάς τον, ο σκηνοθέτης λέει: «Η μετάβαση του Φορντ από θαυμαστή του ήρωα σε δολοφόνο του, δεν είναι τόσο δυνατή όσο οι λέξεις μπορεί να υπαινιχθούν, και αυτό είναι ένα από το κύρια σημεία της ταινίας».
Σε τελική ανάλυση, υπήρχαν μυριάδες παράγοντες που συνέβαλαν στην απόφαση του Ρόμπερτ Φορντ να σκοτώσει τον Τζέσε Τζέιμς, από τους οποίους, η προστασία του εαυτού του και τα χρήματα της αμοιβής δεν ήταν οι πιο ασήμαντοι. Ο Ζιλ Ντάλι θεωρεί ότι στα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, «τον φόβο, τη μοίρα, τη ζήλια, την απογοήτευση και την ακατανίκητη ευκαιρία να γίνει «κάποιος», να τον υπολογίζουν οι άλλοι. Κατά κάποιο τρόπο, η μεταξύ τους σχέση ήταν κάτι σαν πεπρωμένο. Ήταν λες κι ο Τζέσε επέλεξε τον Ρόμπερτ Φορντ όσο και ο Φορντ επέλεξε εκείνον.»
Αλλά ακόμη κι όταν ρίχνει τη μοιραία σφαίρα, και για πολύ καιρό μετά, λέει ο Ντάλι, «η θέση του Φορντ ως προς τη λατρεία του Τζέσε σαν ήρωα δεν άλλαξε ποτέ. Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να θαυμάζει τον Τζέσε.»
Ο Κέισι ΆφλεκΚ, που συνεργάστηκε με τον Μπραντ Πιτ σε όλες τις ταινίες της σειράς «Η Συμμορία των 12», ανέλαβε να προσωποποιήσει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του Ρόμπερτ Φορντ με παρόμοια αφοσίωση και πάθος, αναφέρει: «Νιώθω μεγάλη συμπάθεια για τον Ρόμπερτ Φορντ. Δε νομίζω καθόλου ότι ήταν ένας δειλός. Δε θυμάμαι να έχω δει μια πορεία ήρωα ή ένα χαρακτήρα που να προσεγγίζει τα ακατάστατα μπερδέματα της ανθρώπινης ζωής καλύτερα από τον Ρόμπερτ Φορντ. Ξεκινάει από παιδί που έχει μανία με τη διασημότητα, κάνει είδωλό του τον Τζέσε Τζέιμς μέσα από τα λαϊκά μυθιστορήματα, μέχρι που τον συναντά πραγματικά, ληστεύει μαζί του ένα τρένο και αναπτύσσει μια φιλία κοντά του. Μετά, αυτή η σχέση περιπλέκεται και τελικά, βρίσκεται υποχρεωμένος να τον σκοτώσει. Είναι ένας πλούσιος σε αισθήματα ρόλος κι ήμουν ταυτόχρονα και ενθουσιασμένος και φοβισμένος από την προοπτική να τον ερμηνεύσω. Έχω δει δέκα φορές την ταινία του Άντριου, το «Chopper» και είμαι μεγάλος θαυμαστής του. Ευχαρίστως θα έπαιζα τον οποιονδήποτε ρόλο θα μου πρόσφερε, αλλά ευτυχώς μου ζήτησε να παίξω τον ρόλο που ήθελα περισσότερο.»

Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ / The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford
Σκηνοθεσία: Άντριου Ντομινίκ
Σενάριο: Άντριου Ντομινίκ (σενάριο), Ρον Χάνσεν (βιβλίο)
Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Κέισι Άφλεκ, Σαν Σέπαρντ, Μέρι-Λουίζ Πάρκερ, Πολ Σνάιντερ, Τζέρεμι Ρένερ, Ζόι Ντεσανέλ, Σαμ Ρόκγουελ
Έτος Παραγωγής: 2007
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 160 λεπτά
Προβάλλεται την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου στις 23:00, στην ΕΡΤ2