Η ταινία ξεκινάει με τις πόρτες μιας μαιευτικής κλινικής ν’ ανοίγουν, επιτρέποντας στην κάμερα να διεισδύσει στην αίθουσα αναμονής. Η Cecilia Ellius (Ingrid Thulin), δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, που πριν από λίγο εισήχθη στο νοσοκομείο, μόλις έχει αποβάλει. Την παρακολουθούμε λοιπόν να ξυπνάει σ’ ένα δωμάτιο, όπου μαζί της περιμένουν η Stina Andersson (Eva Dahlbeck), ως ετοιμόγεννη, αλλά και η Hjördis Petterson (Bibi Andersson) που νοσηλεύεται εξαιτίας μιας αποτυχημένης έκτρωσης.
Επηρεασμένη από την αδερφή Brita, η Cecilia συνδέει το γεγονός της αποβολής με την αποτυχία της συζυγικής της ζωής. Με αποτέλεσμα όταν δέχεται την επίσκεψη του συζύγου της Anders, να έχει ήδη αποφασίσει ότι θέλει να χωρίσει. Παράλληλα η Hjördis πηγαίνει να τηλεφωνήσει στον φίλο της και επιστρέφοντας καταρρακωμένη και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, έχει να αντιμετωπίσει και τα ορμητικά επιχειρήματα μιας κοινωνικού λειτουργού που την συμβουλεύει να κρατήσει το παιδί της.
Η τρίτη νοσηλευόμενη, η Stina κατευθύνεται γεμάτη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη για το αποτέλεσμα, προς την αίθουσα τοκετών. Όμως, καθώς προχωρά η διαδικασία, η γέννα παρουσιάζει επιπλοκές και εξελίσσεται άσχημα με αποτέλεσμα το μωρό να πεθάνει. Μπροστά στις τρομερές αυτές εμπειρίες των δύο γυναικών, η Hjördis επηρεάζεται και αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι της μητέρας της, ώστε ν’ αναλάβει μόνη την ευθύνη πια της εγκυμοσύνης της. Η κάμερα την ακολουθεί να βγαίνει από την κλινική με τις πόρτες να κλείνουν πίσω της…
Η ταινία είναι βασισμένη σε μια νουβέλα της Ulla Isaksson από τη συλλογή “Οι μεγαλοπρεπείς θανατικές πομπές” και διακρίνεται μεταξύ άλλων, για το εκπληκτικό τεχνικό της αποτέλεσμα.
Ο περιορισμένος χώρος της κλινικής, σε συνδυασμό με την εξαιρετική κίνηση της κάμερας, χαρίζουν στο σύνολο τους μια μοναδική ενότητα, αποφεύγοντας τις παγίδες μιας τυχόν σπονδυλωτής ταινίας.
Ο οπερατέρ ακολουθεί την κατεύθυνση των βλεμμάτων, συλλαμβάνοντας αόρατες λεπτομέρειες ή δίνοντας μια συγκινητική απόχρωση στην κοινοτοπία ορισμένων χειρονομιών.
Καμιά μουσική υπόκρουση δεν υπερκαλύπτει την ηχητική μπάντα που ακούγεται διακριτικά στο βάθος και δεν είναι παρά το απαραίτητο συμπλήρωμα στα αγωνιώδη βλέμματα των ηθοποιών.
Ο Ingmar Bergman είναι προσωπικά μια εντελώς ιδιάζουσα ιστορία. Η ταινία του εδώ είναι ποτισμένη από έντονη θεατρικότητα και γυρισμένη ως είθισται σε ασπρόμαυρο. Το φιλμ, εξακολουθεί να αιχμαλωτίζει τον θεατή της σαν να μη γυρίστηκε το 1958 αλλά σήμερα.
Ένα δύσκολο θέμα και μια βουτιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση με αποτέλεσμα ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι ως κατάθεση ενός σπουδαίου σκηνοθέτη είναι εν κατακλείδι η ταινία αυτή.
Κλείνοντας να πούμε ότι η ταινία ξεχώρισε όπως ήταν φυσικό και στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών του 1958 όπου απέσπασε δύο βραβεία. Συγκεκριμένα, το βραβείο σκηνοθεσίας για τον μεγάλο Σουηδό δημιουργό Ingmar Bergman, αλλά και το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, που μοιράστηκαν οι τέσσερις πρωταγωνίστριες (Bibi Andersson, Eva Dahlbeck, Barbro Hiort af Ornas και Ingrid Thulin) του φιλμ!
Έτος: 1958 | Xώρα: Σουηδία | Διάρκεια: 84 λεπτά | Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman | Σενάριο: Ulla Isaksson, Ingmar Bergman | Παίζουν: Bibi Andersson, Eva Dahlbeck, Barbro Hiort af Ornas, Ingrid Thulin.
Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε από κοινού στο Death by PopCorn και στις Chimeres στις 24/05/2009